ἐγκωμιαστικοῦ

ἐγκωμιαστικοῦ
ἐγκωμιαστικός
panegyrical
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κασίντα — η άκλ. είδος λυρικού εγκωμιαστικού ποιήματος στην αραβική λογοτεχνία, που αποτελείται από 15 τουλάχιστον δίστιχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. qasīdah] …   Dictionary of Greek

  • Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… …   Dictionary of Greek

  • Μαλέρμπ, Φρανσουά ντε — (Francois de Malherbe, Κεν 1555 – Παρίσι 1628). Γάλλος ποιητής. Ο πατέρας του, επίσης Φρανσουά Μαλέρμπ, κατείχε δικαστικό αξίωμα. Σπούδασε στη Βασιλεία και στη Χαϊδελβέργη και αργότερα έζησε στην Προβηγκία και στη Νορμανδία. Έγραψε τους πρώτους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”